- ψαλμουδιά
- η, Ν(διαλ. τ.) βλ. ψαλμωδία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψαλμωδία — η / ψαλμῳδία, ΝΜΑ, και διαλ. τ. ψαλμουδιά Ν [ψαλμῳδός] εκκλησιαστικό άσμα, ψαλμός νεοελλ. 1. ο τρόπος με τον οποίο ψάλλει κανείς τους θρησκευτικούς ύμνους («η ψαλμωδία του συγκίνησε τους πιστούς») 2. μτφ. επίμονο παράπονο που μπορεί να… … Dictionary of Greek